Γυρνώντας πίσω το ρολόι του χρόνου, ρίχνοντας μια ματιά στα γεγονότα που έτρεξαν, συνειδητοποιούμε ότι ερχόμαστε από μακριά. Εκεί, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 60, στην αρχή μιας νέας διαδρομής, καταλάβαμε ότι έχουμε πολλά να συζητήσουμε, πολλά να ξαναδούμε, ακόμα περισσότερα να αναλύσουμε. Να εμβαθύνουμε, εμπνεόμενοι από τα νέα ιδεολογικά εργαλεία της εποχής εκείνης. Ο «παγκόσμιος Μάης του 68» μας ενέπνευσε, η εξελικτική πορεία του «υπαρκτού» μάς διαφοροποίησε από την καθεστωτική Αριστερά, η διαφαινόμενη-τότε- παγκόσμια περιβαλλοντολογική κρίση μας ευαισθητοποίησε και η επιτακτική ανάγκη για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής Ευρωπαϊκής κοινωνίας μας μαζικοποίησε.
Στην ουσία μας ενέταξε στα νέα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς που γεννήθηκαν τότε, σαν να ήταν ώριμα από καιρό. Στην κυριολεξία ένας οδυνηρός τοκετός, αλλά παρ όλα αυτά απαραίτητος. Η κουβέντα που ξεκίνησε τότε, ενηλικιώθηκε στην μέση περίοδο της μεταπολίτευσης και σήμερα αισίως έχει σαρανταρίσει. Forty something δηλαδή, για μια πολιτική ατζέντα που δεν προλαβαίνει να γεμίζει από την ιλιγγιώδη ταχύτητα των γεγονότων που την εφοδιάζουν.
Σήμερα, η κουβέντα αυτή δομείται πάνω σε νέες βάσεις. Η δεξαμενή σκέψης της Ευρωπαϊκής Αριστεράς –στο μέτρο του δυνατού με την συμμετοχή και των δικών μας σχημάτων- αποθήκευσε και προσπάθησε να αφομοιώσει ιδεολογικά, την θεματική εξέλιξη αυτού του διαλόγου . Το περιεχόμενο εφοδιάστηκε από τις διασπάσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, από την όξυνση της οικολογικής κρίσης, από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού εμβαθύνοντας την ανάλυση στα αίτια που την προκάλεσαν, από την πολιτική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την ανάπτυξη του παγκόσμιου Αριστερού κινήματος, τις δράσεις του διεθνούς κοινωνικού φόρουμ, αναζητώντας ταυτόχρονα ένα νέο εναλλακτικό πλάνο εσωτερικών λειτουργιών των πολιτικών σχημάτων της. Προσπαθεί παράλληλα να επεξεργαστεί έναν νέο κώδικα επικοινωνίας με την κοινωνία και τις ανάγκες της όπως αυτές καταγράφονται σήμερα, διαχωρίζοντας την θέση της από ιδεολογικές προσεγγίσεις και πρακτικές που εκφράζονται από συντηρητικές δυνάμεις της Αριστεράς προσκολλημένες σε δοκιμασμένες και αποτυχημένες –επί της ουσίας- πολιτικές επιλογές του παρελθόντος. Προσπαθεί να ανανεώσει τα πολιτικά και ιδεολογικά εργαλεία της για να αντιμετωπίσει την ολομέτωπη επίθεση του καπιταλισμού, που δρα παγκόσμια, επιμερίζοντας τα αποτελέσματα των πολιτικών του «τοπικά», διαλύοντας κοινωνικούς ιστούς κρατών και ομοσπονδιών.
Σε αυτό το σημείο εάν θέλουμε να αναλύσουμε βαθύτερα τον ορισμό της έννοιας «οικονομική κρίση» έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν πρόκειται περί συνηθισμένης κυκλικής κρίσης, για τον απλούστατο λόγο ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο στο παρελθόν εκφράστηκε μέσω του πεπερασμένου χρόνου εκδήλωσης και εξομάλυνσης του. Δηλαδή είχε αρχή και τέλος με καταμετρήσιμες «απώλειες» κατά την διάρκεια του. Σήμερα, λόγω της αναπτυξιακής ασφυξίας –σε τελικό στάδιο- των διεθνών αγορών, εξαιτίας της διαχρονικής πορείας ενός στρεβλού και αυτοκαταστροφικού τρόπου ανάπτυξης σε όλους τους παραγωγικούς τομείς, επικαιροποιείται με τον πιο σαφή τρόπο η δυσκολία αναπαραγωγής του καπιταλιστικού μοντέλου, που είναι η αέναη συσσώρευση του παραγόμενου πλούτου. Επιπλέον οι όποιες «απώλειες» δεν μπορούν να θεωρηθούν καταμετρήσιμες επειδή βρίσκονται σε ένα διηνεκές στάδιο εξέλιξης, εν μέσω ενός συνεχούς και ιδιότυπου «εμφυλίου πολέμου», ενώ τα όποια αποτελέσματα του, διαμορφώνουν συνεχώς την καθημερινότητα του παγκόσμιου πολίτη. Η μόνη εναπομείνασα πολιτική επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος –εν ήδη προσωρινού «διεξόδου»- είναι η ολομέτωπη επίθεση στην τελευταία δεξαμενή του ευρύτερου κοινωνικού πλούτου, αυτή των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας, σαν τρόπος μερικής και βραχυπρόθεσμης ανάκαμψης των κερδών μέσω των διαθρωτικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, με μοναδικό στόχο τον επιμερισμό και την μετακύληση των αποτελεσμάτων της οικονομικής ασφυξίας των αγορών, στις εργατικές παραγωγικές δομές και στα δικαιώματα των ασθενέστερων τάξεων της κοινωνίας. Η τακτική αυτή επικαλύπτει οποιεσδήποτε δηλώσεις τεχνητής αισιοδοξίας, ότι βαδίζουμε σε εποχή θετικών πρόσημων στον δείκτη ανάπτυξης. Πολύ απλά γιατί οι συγκεκριμένοι δείκτες «ανάπτυξης» ενδιαφέρουν αποκλειστικά μειοψηφικά κοινωνικά στρώματα.
Επί του παρόντος, η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, αποτελώντας τον φανερό αδύναμο κρίκο της αλυσίδας των υπό «ανάπτυξη» χωρών της ευρωπαϊκής ζώνης του Νότου, αναδεικνύοντας με σαφήνεια όλα τα χαρακτηριστικά ενός σκοτεινού οικονομικού κατά κεφαλήν μεγαλοϊδεατισμού, που εκδηλώθηκε σε ένα σαφέστατα πεπερασμένο στρεβλό περιβάλλον ανάπτυξης και οδήγησε στην παράδοση της αξιοπρέπειας του απλού Έλληνα πολίτη στα χέρια των διεθνών οικονομικών funds οργανώνοντας ένα νέο κερδοσκοπικό πάρτι. Μόνο που αυτό το μοντέλο αρχικά δεν είχε απ ευθείας αναφορά στον οικονομικό τομέα. Ξεκίνησε να «χτίζει συνειδήσεις» μέσω της ιδεολογίας και της κουλτούρας που έπρεπε να διαμορφώσει σε ενιαίο και «εθνικό» επίπεδο, ως αναγκαίο και ικανό όρο της απόλυτης επικράτησης του. Συνέχισε με την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτιστικής νεοτερικότητας και ολοκλήρωσε επιτυχώς τον σχεδιασμό του με την πολιτική αφυδάτωση του πρωτογενούς κυττάρου. Ξεδιπλώθηκε έτσι, η χυδαιότητα του ατομικισμού, η επικράτηση του μοναδικού και ρεαλιστικού, του καταναλωτικού «απαραίτητου», της ανατριχιαστικής μετριότητας, του κοινωνικού τζόγου με το εύκολο όνειρο, η θεσμοποίηση του «δώρου» στους λειτουργούς του κομματικού κράτους, η ανοχή στον αρχηγισμό, τον ραγιαδισμό, τον εγκεφαλικό ενδοτισμό προς ίδιον όφελος του εποχιακού ψηφοφόρου, η ανάδειξη και η «νομιμοποίηση» μιας παράλληλης εικονικής πραγματικότητας στην πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου, εν μέσω ολοκληρωτικής απαξίωσης και αδιαφορίας για την συμμετοχή στα κοινά της «πόλις», με τελικό τίμημα την πλήρη επικράτηση πολιτικών και οικονομικών φέουδων με το απαραίτητο υπαλληλικό «περιβάλλον» τους.
Ένας νέος «ανακτορικός πολιτισμός» γεννήθηκε, ενώ σε πλήρη διαδικασία διαμόρφωσης βρίσκεται η κοινωνική κάστα που θα έχει προνομιακά «δικαιώματα εισόδου» στα ανάκτορα, με σκοπό την αποκλειστικότητα στην διανομή του παραγόμενου πλούτου, που συσσωρεύεται σε κύρια βάση από τις κατώτερες τάξεις εκτός των τειχών, χωρίς την συμμετοχή των αυλοκολάκων, και μεταφέρεται στις αποθήκες του ανακτόρου, στην ακρόπολη, για την τελική αναδιανομή. Επιπλέον για να μην υπάρχουν «αναταραχές» στην διαδρομή, αναζητείται «εθνική συναίνεση συλλογικής σιωπής»,για να ξεπεραστούν οι «φτωχές σοδειές» του παρελθόντος, ενώ η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά σε όσους τις διαχειρίστηκαν και όχι σε όσους τις «έσπειραν». Επιβάλλονται προγράμματα σταθερότητας με τελική κατάληξη την συρρίκνωση του δημοσίου τομέα μέσω της διόγκωσης του ιδιωτικού.
Μεταφέρουν έτσι με αυτόν τον τρόπο τον κοινωνικό πλούτο που δημιουργείται μέσω της αυξημένης ζήτησης κοινωνικών αναγκών στα θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Μας ζητούν να γίνουμε οι βαστάζοι μια άμαξας που οι πολλοί θα σπρώχνουν τις ρόδες ενώ οι λίγοι θα απολαμβάνουν την διαδρομή.
Εν μέσω ορυμαγδού δυσάρεστων κοινωνικών εξελίξεων, με νέες «φτωχές σοδειές» στο προσκήνιο, σκληρές και άνυδρες οι εποχές τριανταπέντε χρόνια τώρα, λες και αυτός ο τόπος πότε του δεν παρήγαγε τίποτα, ένα Αριστερό κόμμα ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ οδεύει σε έκτακτο συνέδριο. Υπάρχει κάτι πιο φυσιολογικό από αυτό; Στο να απαντάς στις προκλήσεις των καιρών; Θεωρώ πως όχι, γιατί είναι απόλυτη προτεραιότητα να συζητήσουμε συλλογικά και συντεταγμένα τις νέες εξελίξεις στην κοινωνία και να οργανώσουμε εκ νέου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παρέμβαση μας σε αυτές. Ειλικρινά δεν βρίσκω άλλον τρόπο, πιο δημιουργικό δηλαδή, για να φανούμε χρήσιμοι και αλληλέγγυοι σε όσους επιχειρούμε να εκφράσουμε. Να γίνουμε επιτέλους συγκεκριμένοι και απόλυτα κατανοητοί στο τι λέμε και στο τι πρέπει να κάνουμε, εκτιμώντας εκ νέου τα συσσωρευμένα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας τριετίας. Υπάρχει ορατός κίνδυνος ομφαλοσκόπησης και αποκοπής από τα τεκταινόμενα; Κίνδυνος εσωστρέφειας από τις τρίμηνες προσυνεδριακές διαδικασίες;
Ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε με ένα νέο ερώτημα: Υπάρχει πολιτικός χώρος που θέλει να αποτελεί ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας και έχει επιλέξει ως πολιτικό εργαλείο συνεννόησης την εσωστρέφεια; Φυσικά και όχι. Συνεπώς εάν επικαλούμαστε τον φόβο της εσωστρέφειας, είναι πιθανά γιατί την συναντάμε καθημερινά στο εσωτερικό μας, είναι υπαρκτή, και αποτελεί δυστυχώς για εμάς, συστατικό στοιχείο της εκφοράς του πολιτικού μας λόγου προς τα έξω. Ίσως γιατί πραγματικά συνειδητοποιούμε ότι αυτό το γεγονός ορίζει απόλυτα και την ποιότητα της επικοινωνίας μας με τους Έλληνες πολίτες. Θεωρούμε απίθανο το γεγονός ότι έχουμε σταματήσει να εμπνέουμε –όχι μόνο τα δικά μας μέλη- αλλά κυρίως αυτούς στους οποίους απευθυνόμαστε; Είναι επαρκής ο όποιος εξωραϊσμός της δημόσιας εικόνας μας, από την καλή παρουσία –και όχι λειτουργία- της κοινοβουλευτικής μας ομάδας στην Ελληνική Βουλή; Από τις όποιες προσωπικές πρωτοβουλίες στελεχών μας στις εστίες των γεγονότων;
Όλα αυτά πρέπει να τα θεωρήσουμε αποσπασματικές ενέργειες. Το κεντρικό ζήτημα είναι η συλλογική ευθύνη. Και πόσο έτοιμοι είμαστε να την αναλάβουμε. Ευθύνη απέναντι στην έμπρακτη αλληλεγγύη που πρέπει να δείξουμε στην ξεχασμένη κοινωνία. Με την ανάδειξη καθημερινών πολιτικών που σηματοδοτούν σε πρακτικό επίπεδο τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας που θέλουμε να κτίσουμε. Με το να αντεπιτεθούμε ιδεολογικά στην νεοφιλελεύθερη πολιτιστική νεοτερικότητα, δημιουργώντας νέα συλλογικά υποκείμενα τοπικής εμβέλειας που να διαχειρίζονται την εναλλακτική μας πρόταση δοκιμάζοντας την χρηστικότητα της μέσα στον κόσμο και όχι ερήμην του.
Δεν αντέχω τον πειρασμό να περιγράψω μερικές δράσεις.
Όταν πάμε σε ένα εργοστάσιο που τελεί υπό πτώχευση και κατάληψη από τους εργαζομένους, δεν φτάνει μόνο να τους «συμπαραστεκόμαστε» μπροστά στις κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών, πρέπει να και τους προτείνουμε λύσεις. Εκεί μπαίνει σε λειτουργία ο ιδεολογικός μηχανισμός του κόμματος –εάν υπάρχει- και προτείνει όχι μια πρόσκαιρη βοήθεια από το κράτος ή την ελεημοσύνη από τον επιχειρηματία που έχει φυγαδεύσει τα κέρδη του σε τράπεζα του εξωτερικού, εν μέσω ιδιοποίησης κρατικών κεφαλαίων στήριξης, ή εν μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου από τον χρηματιστηριακό τζόγο, αλλά βοηθώντας στην οργάνωση και επαναλειτουργία του εργοστασίου από τους ίδιους τους εργαζόμενους με άμεση αναδιανομή των κερδών. Εκεί ζητάμε την κρατική βοήθεια για το νέο ξεκίνημα, με την δυναμική μας παρέμβαση μέσω του θεσμικού μας ρόλου, όταν έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε το συγκεκριμένο πλάνο λειτουργίας.
Σε Δήμους και γειτονιές που ασφυκτιούν από την ανυπαρξία κοινωνικής ζωής, εκεί δημιουργούμε νέες αυτόνομες συλλογικότητες, που διαχειρίζονται μια καθημερινότητα αλληλεγγύης στις ανάγκες των μεταναστών, των άνεργων, των αποκλεισμένων από την κοινωνία της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και του ρατσισμού, ακόμα και με οικονομική στήριξη όσων την έχουν ανάγκη, μέσω της αυτοδιαχείρισης των καθημερινών εσόδων. Εκεί επικαιροποιούμε την δική μας κουλτούρα πάνω στον πολιτισμό, τις τέχνες, αναδεικνύοντας παράλληλα όλα τα τοπικά προβλήματα που δημιουργούνται από τους ανάλγητους διαχειριστές της τοπικής εξουσίας. Επαναφέροντας επί της ουσίας στο προσκήνιο, την αξία της συμμετοχής στην ανάπτυξη της κοινωνικής συλλογικότητας, σε αντίθεση με την διαλυτική πρακτική του νεοφιλελευθερισμού που θέλει να κατακερματίσει σε μικρές, αδύναμες μονάδες τα συλλογικά υποκείμενα.
Ο αγροτικός κόσμος και η αντιμετώπιση την προβλημάτων του, το συνεχώς διογκούμενο οικολογικό πρόβλημα, θα έπρεπε να είναι τα δικά μας προνομιακά πεδία παρέμβασης. Όλα αυτά ασφαλώς, προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός κόμματος που έχει δημιουργήσει συγκεκριμένους ιδεολογικούς θεματικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων παράγει πολιτική πολλές φορές «επί τόπου» συμμετέχοντας στην εξέλιξη των γεγονότων.
Να λοιπόν κάποιοι πρακτικοί τρόποι εξωστρέφειας. Τρόποι που μας διαχέουν στις εστίες των γεγονότων, στα πρωτογενή κύτταρα της κοινωνίας, χωρίς να μας εγκλωβίζουν σε μια άγονη διαχειριστική αναδιανομή της κομματικής εξουσίας και ανακύκλωσης των προσωπικών «κεκτημένων» επί των εδρών. Αναζητούμε τρόπους να φανούμε πιο ουσιαστικοί. Να αναπτύξουμε νέες εσωκομματικές συλλογικές λειτουργίες. Αποτελεί κοινή διαπίστωση η ανάγκη διαμόρφωση τους, μέσω της συγκρότησης μιας νέας πολιτικής πλατφόρμας με πυλώνες στήριξης τους άξονες ενός καινούργιου οργανωτικού πλάνου. Μόνο που αυτές οι νέες συλλογικές λειτουργίες επιβάλλεται να διαμορφωθούν μέσα από την συμμετοχή και των απλών μελών σε ένα ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό συνέδριο, συμβάλλοντας ισότιμα στην διαδικασία συγκρότησης και λειτουργίας αυτής της νέας πολιτικής πλατφόρμας. Η διαδικασία της μαζικής συμμετοχής ορίζει τον πολιτικό ηγεμονισμό και σκιαγραφεί την αίγλη της πολιτικής απόφασης ενός συνεδρίου που θέλει να επικαιροποιήσει την σχέση κόμματος-κοινωνίας. Εξάλλου οι ανάγκες της είναι αυτές που πρέπει να διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα που θα συζητηθεί. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια εξόχως εξωστρεφή διαδικασία, που νομίζω ότι όλοι μας την έχουμε ανάγκη. Είμαστε αρκετά ώριμοι στο να γνωρίζουμε το τι πρέπει να αποφύγουμε βαδίζοντας προς το συνέδριο. Ας προσανατολιστούμε κυρίως στο τι πρέπει να αναδείξουμε. Ας μην αναλωθούμε σε περιττές κινήσεις ανακύκλωσης του ήδη υπάρχοντος ανθρώπινου υλικού. Ας παραδειγματιστούμε από τις αποτυχημένες και πολιτικά ελλειμματικές επιλογές του παρελθόντος που επικαιροποιούν με τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν τις κυκλοθυμικές διαλυτικές τάσεις επί του παρόντος. Ας εγγράψουμε στα πεπραγμένα μας μια ολική επαναφορά. Μια επανεκκίνηση ενός μακρόχρονου συνθετικού σχεδιασμού με θετικό πρόσημο στην πορεία ανάπτυξης του.
Y.Γ. Μοιάζει πολλές φορές σαν το τελικό επίδικο αυτό που διερωτάται η Ελένη Πορτάλιου: «Ποια ισότητα, ποια δικαιοσύνη, ποια αλληλεγγύη θα υπερασπιστεί μια αριστερά που δεν γνωρίζει τίποτε από ισότητα, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη στο εσωτερικό της;
περισσότερα κείμενα για τον προσυνεδριακό διάλογο θα βρείτε εδώ http://dialogossynedrio.blogspot.com/