Το παρακάτω κείμενο είναι μια δουλειά του φίλου και συντρόφου ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΟΥΡΔΗ.
Αρκετά επίκαιρο λόγω των ημερών…
Εισαγωγή
Εδώ και πολλά χρόνια μια μερίδα της αριστεράς την απασχολεί η εξεύρεση εφικτών προτάσεων, άμεσα υλοποιήσιμων και αποδεκτών από την σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, που να συμβάλλουν στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Μια από αυτές είναι και η εισαγωγή του «Βασικού Εισοδήματος». Η πρόταση προβάλλεται τόσο από ορισμένους κύκλους της αριστεράς όσο και από διάφορους ουμανιστές άλλων ιδεολογικών ρευμάτων πράγμα που δείχνει ότι θα μπορούσε να έχει ευρεία κοινωνική αποδοχή.
Η πρόταση συζητείται σε πολλές μορφές. Στην Ελλάδα προτάθηκε από τον Συνασπισμό στην πλέον ήπια μορφή, ως ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που δεν διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση. Βέβαια η μορφή αυτή είναι και η μόνη τεχνικά εφικτή, εάν τεθεί ως προϋπόθεση η διατήρηση των υφιστάμενων κρατικών δομών.
Εδώ ως «Βασικό Εισόδημα» νοείται μία χωρίς όρους χρηματική παροχή, πάνω από το όριο της φτώχειας και ως τέτοιο είναι εφικτό μόνον με συρρίκνωση της κρατικής εξουσίας, η οποία είναι το πλέον αντιπαραγωγικό τμήμα της οικονομίας και η οποία συρρίκνωση δύσκολα γίνεται αποδεκτή από την παραδοσιακή αριστερά.
Τέλος προτιμήθηκε ο όρος «αλληλέγγυα οικονομία» για να εκφράσει μια άλλη οικονομία, πέραν αυτής της εξουσίας του Κεφαλαίου, και έχει ως βασικά χαρακτηριστικά, ότι υλοποιείται από τους πολίτες με ίδια πρωτοβουλία και διέπεται από την αρχή της αμοιβαιότητας, της συνεργατικότητας και της εμπιστοσύνης (δεν περιλαμβάνει την σχεδιαζόμενη κρατική οικονομία του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού).
Η Κρίση του Κεφαλαίου
Τουλάχιστον από το 2008 έγινε φανερό ότι το Κεφάλαιο βρίσκεται σε μια κρίση που απειλεί τα θεμέλια του. Τα «πακέτα στήριξης» και οι «κρατικές εγγυήσεις» δεν φαίνεται να αποτρέπουν την κρίση καθ’ αυτή, παρά μόνο να μεταθέτουν τις συνέπειες του «πληθωριστικού πλασματικού Κεφαλαίου» στο Κράτος και μέσω αυτού άμεσα στους μισθωτούς. Ο κίνδυνος «πτώχευσης» του κράτους είναι μία μόνο από τις συνέπειες της κατάρρευσης του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Κοινωνική πολιτική και κρίση
Τα αίτια της οικονομικής κρίσης πρέπει να αναζητηθούν αρκετά χρόνια πίσω, στην δεκαετία του 60. Το μοντέλο ανάπτυξης της εποχής το οποίο νοσταλγικά αποκαλείται ως εποχή της πλήρους απασχόλησης, – και που πολλοί πιστεύουν ότι με επαρκή «πολιτική βούληση» είναι πάλι εφικτό – έφθασε στα όρια του και κατέρρευσε μέσα από μια σειρά αιτιών όπως «πτώση της αύξησης παραγωγικότητας» και «αύξηση του κόστος Κεφαλαίου», που οδήγησαν σε πτώση της ανάπτυξης του Κεφαλαίου και του ποσοστού κέρδους.
Εξ’ αιτίας αυτής της κρίσης, από τα τέλη της δεκαετίας του 70, με βάση τις αρχές του λεγόμενου «Νεοφιλελευθερισμού» – ένα «ασταθές» Μοντέλο ανάπτυξης – το «Κεφάλαιο» περνάει στην αντεπίθεση. Στις απελευθερωμένες αγορές χρήματος οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι μέσω συμπίεσης της μισθωτής εργασίας, μείωσης των τιμών των πρώτων υλών και ενέργειας και μείωσης των κοινωνικών παροχών ώστε να καθίσταται πάλι δυνατή η αύξηση του ποσοστού κέρδους.
Το αποτέλεσμα όμως οδήγησε σε ένα σύστημα, στο οποίο οι απαιτήσεις σε υπεραξία από Χρεόγραφα που διαπραγματεύονται στις χρηματαγορές υπερβαίνουν τον συνολικό ποσό της υπεραξίας και το οποίο οδηγείται αναγκαστικά σε κατάρρευση. Όταν μεγάλος αριθμός επενδυτών διαπιστώνει ότι οι απαιτήσεις – προσδοκίες δεν μετατρέπονται σε χρήμα δημιουργείται πανικός με αποτέλεσμα την συνολική κρίση, με πτωχεύσεις επιχειρήσεων και μείωση των διαθέσιμων δανείων από τις τράπεζες.
Τελικά το τίμημα το πληρώνουν οι μισθωτοί. Η μοναδική δυνατότητα για το Κεφάλαιο να επανακτήσει το ποσοστό κέρδους είναι να μειώσει το κόστος μισθών, δηλαδή να πιέσει του μισθούς προς τα κάτω, και να περικοπούν οι κοινωνικές παροχές.
Ας σημειωθεί ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν, να επανέλθει η Οικονομία της πλήρους απασχόλησης μέσω δημοσίων επενδύσεων απέτυχαν πλήρως.
Αμειβόμενη και μη Αμειβόμενη Εργασία
Η υπεραξία δεν πέφτει ως Μάννα από τον Ουρανό. Παράγεται από απλήρωτη Εργασία κάτω από τη κυριαρχία του Κεφαλαίου. Το Κεφάλαιο δεν είναι πράγμα ούτε απλώς χρήμα. Είναι η αναγκαστική σχέση ανάμεσα σε δύο τάξεις: Αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και των μισθωτών, που είναι υποχρεωμένοι να πωλούν τις όποιες ικανότητές τους στην αγορά εργασίας. Οι κατέχοντες τα μέσα παραγωγής αγοράζουν αυτές για να αποκομίσουν κέρδη από την χρήση τους.
Το Κεφάλαιο όμως δεν βασίζεται μόνο στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας αλλά και σε άλλες μορφές απλήρωτης εργασίας όπως Οικιακή εργασία, Εργασία φοιτητών και μαθητών και εθελοντική εργασία.
Επίσης το Κεφάλαιο και το σύστημα εκμετάλλευσης στηρίζεται επιπλέον στις επιδόσεις προηγούμενων γενεών, μέσα από την συσσωρευμένη γνώση, στις κοινωνικές-συλλογικές ικανότητες, και σε δομές οι οποίες δημιουργήθηκαν – και δημιουργούνται καθημερινά – χωρίς αντίτιμο. Πολλές από αυτές τις επιδόσεις δεν είναι μετρήσιμες και δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το – θεωρητικό – αντίτιμο. Με την συσσώρευση του Κεφαλαίου η συσσωρευμένη γνώση αποτελεί την πραγματική παραγωγική δύναμη και η μηχανικά υποστηριζόμενη συνεργατική Δύναμη των μισθωτών, δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί σε χρηματική αξία ή «μισθό».
Η εξουσία και ο εκβιασμός του Κεφαλαίου
Θα πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η μισθωτή εργασία δεν είναι επιλογή αλλά ανάγκη. Με τις σημερινές συνθήκες σπάνια επιλέγει κάποιος να είναι μισθωτός εάν του παρέχεται εναλλακτική επιλογή. Για να αναγκασθεί κάποιος σε μισθωτή εργασία πρέπει να του αφαιρεθεί, η δυνατότητα να ζει χωρίς ή με μειωμένη μισθωτή εργασία. Σήμερα εκτός από την πραγματική μείωση των μισθών, η μείωση των κοινωνικών δαπανών συνεισφέρει επίσης σε αυτό. Για αυτή τη μείωση φροντίζει η κρατική εξουσία.
Ο Μαρξ θεωρούσε ως προϋπόθεση της καπιταλιστικής παραγωγής την ύπαρξη του «βιομηχανικού εφεδρικού στρατού». Όταν οι άνεργοι αναγκάζονται να «πωλούνται» στο Κεφάλαιο με άθλιους όρους, μόνο τότε το Κεφάλαιο αποκτά την απόλυτη εξουσία και κυριαρχεί πλήρως.
Επομένως ένα χειραφετημένο συνδικαλιστικό κίνημα, που θέλει να διευρύνει και να αναπτύξει τις ελευθερίες και όχι να διαχειριστεί διαφορετικά την εργασία, θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την υποχώρηση της μισθωτής εργασίας. Οι εξαρτώμενοι από τον μισθό είναι ταυτόχρονα και εξαρτώμενοι από το Κεφάλαιο. Αντικαπιταλισμός σημαίνει επομένως και αγώνας ενάντια στην μισθωτή εργασία και αγώνας για την οικοδόμηση μιας άλλης προοπτικής, μιας εναλλακτικής πρότασης.
Το παράλογο της επιστροφής στην πλήρη απασχόληση
Η σημερινή κρίση δεν περιορίζεται μόνο στις παραπάνω οικονομικές εξελίξεις, αλλά συνυπάρχει με μια οικουμενικών διαστάσεων οικολογική κρίση, κυρίως σε ότι αφορά στις κλιματικές αλλαγές και στην ενέργεια. Από μόνη της η «οικολογική κρίση» θα αρκούσε να χαρακτηρίσει ανεδαφικό ένα πρόγραμμα επιστροφής στο κλασικό μοντέλο της πλήρους απασχόλησης μέσω της αέναης αύξησης της παραγωγής. Το υπάρχον σύστημα δεν μπορεί επίσης να αντέξει μείωση του χρόνου εργασίας. Μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς περικοπή μισθού σημαίνει ότι οι πιέσεις στο Κεφάλαιο θα υπέσκαπταν το ίδιο το πρόγραμμα. Μείωση του χρόνου εργασίας, με αναλογική μείωση μισθού ούτε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως τέτοιο, ούτε διασφαλίζει την επιβίωση των μισθωτών.
Επί πλέον για να αντιμετωπισθεί η οικολογική κρίση, πολλοί κλάδοι της οικονομίας θα πρέπει να μειώσουν την δραστηριότητα τους ή να καταργηθούν πλήρως. Μόνο μερικά παραδείγματα τέτοιων κλάδων, όπως βιομηχανία αυτοκινήτων και χημικών, έργων υποδομών (αυτοκινητόδρομοι κλπ), δείχνουν ότι πρόκειται για βασικούς κλάδους των ανεπτυγμένων χωρών. Η μείωση της δραστηριότητας στους παραπάνω τομείς, στο υφιστάμενο οικονομικό μοντέλο, θα συμπαρασύρει σχεδόν το σύνολο της Οικονομίας.
Εάν οι παραπάνω υπαρκτές και αναμφισβήτητες προκλήσεις, μας οδηγούν στην επίκληση του κράτους, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνουμε μια ψευδαίσθηση. Το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος μηχανισμός για να προγραμματίζει την παραγωγή. Είναι κυρίως ένας μηχανισμός εξαρτώμενος από την εκμετάλλευση και αξιοποίηση του Κεφαλαίου, διότι από εκεί προέρχονται τα έσοδά του, είναι δηλαδή δομικά εξαρτώμενο από το Κεφάλαιο. Σε μια Κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι ορίζουν συνειδητά την παραγωγή, εξακολουθούν μεν να υπάρχουν θεσμοί, αλλά όχι ένας αποκομμένος μηχανισμός όπως το κράτος που γνωρίζουμε σήμερα.
Βασικό εισόδημα και αλληλέγγυα Οικονομία
Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη για έναν αγώνα με όραμα την οικοδόμηση μιας αλληλέγγυας οικονομίας ενάντια στην μισθωτή εργασία. Συγχρόνως δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων θα πρέπει να συρρικνωθεί ή να καταργηθεί εντελώς. Αυτός ο λόγος από μόνος του θα αρκούσε να αιτιολογήσει γιατί οι κοινωνικές παροχές θα πρέπει να αποκοπούν από την μισθωτή εργασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να κλονισθεί η εδραιωμένη αλλά ανέφικτη και παράλογη άποψη για διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας.
Είναι δεδομένο επίσης ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει μια οικονομία «χρήματος». Βέβαια οι προτεραιότητες θα είναι η αύξηση της δωρεάν διάθεσης κοινωνικών αγαθών και υποδομών. Η οικοδόμηση όμως μιας αλληλέγγυας οικονομίας αποτελεί τον στόχο και προϋποθέτει ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Εδώ υπεισέρχεται το «Βασικό εισόδημα».
Το «Βασικό εισόδημα» θα πρέπει να καθορισθεί ως μια χρηματική παροχή για κάθε άτομο, και για να διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση (που θα πρέπει να θεωρείται ανθρώπινο δικαίωμα) το ύψος της θα πρέπει να είναι πάνω από το όριο της φτώχειας, να διασφαλίζει δηλαδή τόσο την επιβίωση όσο και την συμμετοχή στην κοινωνία. Ταυτόχρονα είναι και η μοναδική χρηματική παροχή που ορίζεται από τις ανάγκες. Χορηγείται σε όλους και αφαιρείται από όλους εκείνους που διαθέτουν επαρκή εισοδήματα με τρόπο που να μην καταργεί το κίνητρο αναζήτησης μισθωτής εργασίας ή άλλης δραστηριότητας. (π.χ. μέσω προοδευτικής αύξησης της φορολογίας).
Το «Βασικό Εισόδημα» δεν είναι απλά ενίσχυση των χαμηλόμισθων. Αντίθετα ενισχύει τους εργατικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες ώστε να μην γίνεται αποδεκτή η εργασία με άθλιες συνθήκες. Ο αλληλέγγυος αγώνας ενάντια στην μισθωτή εργασία και όποια πρακτικά βήματα στην αποσύνδεση του εισοδήματος από αυτήν θα μπορούσαν ίσως να βοηθήσουν ώστε τα συνδικάτα να ξεπεράσουν την αμυντική θέση που βρίσκονται εδώ και τριάντα χρόνια λόγω της δομικής ανεργίας.
Η θεμελιακή κρίση του Κεφαλαίου αχρηστεύει κάθε κλασική οικονομική πολιτική ανάπτυξης, ακόμα και αυτές που ονομάζονται «πράσινες», ή κάποιες οικονομικές πολιτικές «μη αναπτυσσόμενου Καπιταλισμού» που ακούγονται τελευταία, για να είναι συμβατές με την οικολογική κρίση. Εκείνο που φαίνεται αναγκαίο είναι ένα μεταβατικό πρόγραμμα που δίνει κατεύθυνση στον μετασχηματισμό της παραγωγής και της διανομής προς μια οικονομία των κοινών αγαθών. Ο αγώνας για το «Βασικό Εισόδημα» σέβεται την αξιοπρέπεια των ανέργων και δεν τους αντιμετωπίζει ως επιχείρημα για την πλήρη απασχόληση (όπως π.χ. τα συνδικάτα). Οι πολιτικές εργασίας όπως αυτή της κρατικής γραφειοκρατίας (π.χ. με τους θρασείς ορισμούς επιχορηγούμενων και χρηματοδοτούμενων δραστηριοτήτων) και της νεοφιλελεύθερης οικονομική πολιτικής (που επιδιώκει αλλαγή του τρόπου ζωής π.χ. προγράμματα μετεκπαίδευσης) παύουν να έχουν νόημα με το «Βασικό εισόδημα».
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να θεωρήσομε το «Βασικό εισόδημα» ως πανάκεια, αλλά απλώς ως ένα μέσο εφαρμόσιμο στο σημερινό σύστημα που θα βοηθήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την δημιουργία νέων κοινωνικών και οικονομικών δομών.
Η Υπέρβαση της Πατριαρχίας
Μια Αλληλέγγυα Οικονομία δεν θα πρέπει να συντηρεί την «πατριαρχική διάκριση μεταξύ «σημαντικής» και «ασήμαντης» εργασίας. Αντιλήψεις όπως «το μοίρασμα της δουλειάς στο σπίτι» και η εξίσωση μισθών μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι ικανές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα και προσομοιάζουν στις αντιλήψεις υπέρβασης του καπιταλισμού με την συμμετοχή των συνδικάτων στα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων εταιρειών.
Η ουσία της Πατριαρχίας βρίσκεται στην αντίληψη ότι ορισμένες δραστηριότητες και ενασχολήσεις ορίζονται ως ασήμαντες διότι δεν πληρούν τα κριτήρια της ανταγωνιστικότητας των αγορών και έχει την βάση της στην διάκριση των φύλων που δεν περιορίζεται μόνο στις πραγματικές βιολογικές διαφορές. Η πραγματική κριτική της πατριαρχίας θα πρέπει να θέσει υπό αμφισβήτηση την ουσία της διάκρισης.
Ο βασικός πυρήνας και το αποτέλεσμα της Πατριαρχίας είναι ο διαχωρισμός της οικονομικής δραστηριότητας σε «επιχειρήσεις» και «νοικοκυριά». Οι μεν επιχειρήσεις παράγουν για την αγορά με σκοπό την υπεραξία (κέρδος) και έχουν ανάγκη ένα αποκομμένο «νοικοκυριό» όπου αναπαράγεται εκπαιδεύεται κλπ, η αναγκαία για το Κεφάλαιο εργατική δύναμη μέσα από την «αγάπη της γυναίκας» (ή / και της μετανάστριας). Η Αγορά και το Κεφάλαιο δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν αυτόνομα. Χρειάζονται το «Άλλο», το οποίο αναγκαστικά θα πρέπει διαδραματίζει έναν υποδεέστερο ρόλο ενώ στην ουσία είναι η βάση της Αγοράς και του Κεφαλαίου.
Για να σπάσει αυτός ο σκληρός πυρήνας της Πατριαρχίας θα πρέπει να γίνει μια υπέρβαση στην κυριαρχία της Αγοράς και του Κεφαλαίου. Δεν αρκεί η επαναδιανομή της εργασίας. Το πλύσιμο των πιάτων θα εξακολουθεί να θεωρείται ασήμαντο και υποβιβασμένο, άσχετα αν εκτελείται από (βιολογικά) άνδρες ή γυναίκες. Επίσης δεν θα παύσει να ισχύει αυτόματα ούτε σε μια αλληλέγγυα οικονομία, όσο διαρκεί η καπιταλιστική μορφή της επιχείρησης – αυτοδιαχειριζόμενη ή μη – που εξακολουθεί να είναι αποκομμένη από το «νοικοκυριό».
Το «Βασικό Εισόδημα» εξασθενεί τουλάχιστον μερικώς τους εξαναγκασμούς της αγοράς και την εξουσία του Κεφαλαίου πάνω στον ορισμό / διαχωρισμό της «σημαντικής» και της «ασήμαντης» εργασίας. Επιπλέον προασπίζει από τον κομματικό ή πολιτικό προσδιορισμό για το τι είναι «κοινωνικά χρήσιμο» και το τι είναι διασκέδαση.
Η διαδρομή ανοίγει τους δρόμους
Το «Βασικό Εισόδημα» επιτρέπει την μερική μόνο αποκοπή από τους εξαναγκασμούς και την εξουσία του Κεφαλαίου και των αγορών. Είναι όμως προφανές ότι στην εξέλιξή του πλήττει επίσης την βάση της χρηματοδότησης του «Βασικού Εισοδήματος» δηλαδή το Κεφάλαιο.
Όσο υπάρχει συσσώρευση Κεφαλαίου και Αγορές, υπάρχει επίσης και η χρηματοδοτική βάση για το «Βασικό Εισόδημα». Μένει να εξετασθούν οι διάφοροι τρόποι υλοποίησης.
Όποιος υποστηρίζει ότι η χορήγηση του «Βασικού Εισοδήματος» καθιστά αδύνατη την σχεδιασμένη κοινωνική παραγωγή, είναι σαν να υποστηρίζει, ότι οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι αναγκαίες από την φύση του Ανθρώπου και δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστούν. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν υποστηρίζεται ως «αριστερή θέση» παρά μόνον ως δεξιά ιδεολογία η οποία έχει ανάγκη μια στρεβλή εικόνα για τον Άνθρωπο και τις δραστηριότητές του. Πέρα από το γεγονός ότι ένα σημαντικό μέρος της εργασίας παρέχεται ήδη απλήρωτη, η κινητήρια δύναμη στο μεγαλύτερο μέρος της μισθωτής εργασίας είναι η απλήρωτη δημιουργικότητα των μισθωτών. Στην πραγματικότητα ο Άνθρωπος αντιδρά στις αναγκαιότητες λύνοντας προβλήματα αυτοβούλως και σε συνεργασία, όπως επιτάσσει η φύση του (και αποδεικνύει η βιολογική εξέλιξη) καθημερινά ακόμη και στην καπιταλιστική πραγματικότητα.
Το «Βασικό Εισόδημα» θα πρέπει να είναι στις βασικές προτεραιότητες αριστερής πολιτικής, διότι παρέχει την βάση και την προοπτική για την οικοδόμηση μίας αλληλέγγυας αυτοδιαχειριζόμενης και συνεργατικής οικονομίας.
Η ανάπτυξη μιας τέτοιας οικονομίας από μόνη της δεν θα έχει υποχρεωτικά ευεργετική επίδραση στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Σε συνθήκες αγοράς συνήθως οξύνει τον εξαναγκασμό σε εργασία (και σε αυτοεκμετάλλευση). Ακόμη και μια απόλυτα αλληλέγγυα Οικονομία χωρίς την «άνευ όρων» κοινωνική εξασφάλιση είναι εύκολο να οδηγήσει σε καταπίεση ή σε εμμονές παραγωγής και αλληλεξαρτήσεων. Το Βασικό εισόδημα σε μορφή που θα προκύψει σε τέτοιες οικονομίες είναι εκείνο που θα εγγυάται την πραγματική ελευθερία, θα καθιστά δυνατή την δημιουργικότητα και θα επιτρέπει την αλλαγή των εξαρτήσεων.
Επίσης θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι το «Βασικό εισόδημα» δεν είναι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το μέλλον, αλλά μια άμεση ανάγκη και ότι τα διάφορα μοντέλα χρηματοδότησής του δεν είναι το πρόβλημα. Η ίδια η ζωή μας και το τέλος της εξουσίας του Κεφαλαίου δεν είναι δυνατόν να είναι αντικείμενο χρηματοδότησης μόνο. Η καθιέρωσή του απαιτεί κοινωνικούς αγώνες για να υποχωρήσει η εξάρτησή μας από το Κεφάλαιο και τον μισθό και να δημιουργηθεί χώρος για μια αλληλέγγυα οικονομία. Η πλήρης απασχόληση προσομοιάζει σε φυλακή και μάλιστα του χθες.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι άνθρωποι οι οποίοι μεταξύ τους παρέχουν ένα εγγυημένο εισόδημα και μάχονται το κράτος και το Κεφάλαιο θα συμπεριφερθούν με τον τρόπο που θα ήθελαν οι αριστεροί διανοητές, οι ηγεσίες των συνδικάτων ή οι αριστερές οργανώσεις. Η απελευθέρωση δεν είναι δυνατόν να προδιαγραφεί και αυτό θα πρέπει να το έχομε μάθει από την ιστορία. Εμείς μπορούμε μόνο να ευνοήσομε τις προϋποθέσεις για την δυνατότητα της απελευθέρωσης, πράγμα που ήδη θα ήταν αρκετό.
Δημήτρης Σούρδης.