Αριστοφάνη – Όρνιθες.

                      Όρνιθες.                                     Μελανόμορφο αγγείο (οινοχόη) από την Αττική. Βρίσκεται στο British Museum του Λονδίνου. Χρονολογείται γύρω στο 500-480 π .Χ., είναι, δηλαδή, παλιότερο από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη.

 

Οι Όρνιθες παρουσιάστηκαν το 414 π. Χ. στα εν άστει Διονύσια από τον Καλλίστρατο, στον οποίο ο Αριστοφάνης παρέδωσε τη διδασκαλία. Αποσπά το δεύτερο βραβείο, σε μια εποχή αστάθειας για την Αθηναϊκή δημοκρατία καθώς βρισκόμαστε εν μέσω εύθραυστων ισορροπιών κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π. Χ.) και ένα χρόνο μετά από την αναχώρηση του Αθηναϊκού στόλου για την Σικελική Εκστρατεία, το 415 π. Χ. [1]

 

Στον πρόλογο (στίχοι 1-232), οι δύο κωμικοί ήρωες με τα συμβολικά ονόματα Ευελπίδης (αισιόδοξος) και Πεισέταιρος (αυτός που πείθει τους εταίρους του) αναζητούν μια ήσυχη γωνιά να ξαποστάσουν έχοντας εγκαταλείψει την πόλη τους την Αθήνα, ευρισκόμενοι «πάνω από χίλια στάδια» από αυτή (στίχος 7), και ακολουθούμενοι από τους δύο υπηρέτες τους, που καθ όλη τη διάρκεια του δράματος παραμένουν βουβά πρόσωπα. Ψάχνουν τον Τηρέα, πρώτα άνθρωπος και τώρα μεταμορφωμένος σε πουλί, σε Τσαλαπετεινό (στίχοι 17-19). Ο Ευελπίδης ομολογεί ότι έχουν φύγει από την πατρίδα τους χωρίς να έχουν διωχτεί για κάτι, είναι δημότες γνήσιοι, γεννημένοι στην Αθήνα, συνεπώς απολαμβάνουν τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη (στίχοι 36-38). Ο βασικός λόγος που τους οδήγησε στη φυγή είναι η ανυπόφορη καθημερινότητα της δικομανίας των Αθηναίων που όπως τα τζιτζίκια στα κλαδιά έτσι και εκείνοι λαλούν στα δικαστήρια (στίχοι 41-43). Η παρομοίωση αυτή παράγει κωμικό αποτέλεσμα σε επίπεδο ύφους και λόγου και ανταποκρίνεται πιθανότατα στην εποχή όπου το σκάνδαλο των Ερμοκοπίδων γεμίζει τα δικαστήρια της Ηλιαίας από υπόπτους. [2]

 

Οι δύο κωμικοί ήρωες σκέπτονται να ιδρύσουν μια νέα πόλη σε ένα ήσυχο τόπο και για το λόγο αυτό αναζητούν τον Τηρέα για να μάθουν μήπως έχει δει κάποια τέτοια πόλη (στίχοι 46-52). Συναντούν πρώτα τον υπηρέτη του, έναν τρυποκάρυδο (στίχος 65) που περιγράφει τις συνήθειες του κυρίου του (στίχοι 80-85) και μετά τον Τηρέα (γνωστό μοτίβο της κωμωδίας το σχήμα εμφάνισης υπηρέτης-αφέντης), που κάνει μεγαλοπρεπή εμφάνιση με ράμφος, φτερούγες και τρίδιπλο λοφίο (101-108).[3] Ιδιαίτερο θέμα αποτελεί η σκευή των πουλιών ως σκηνική πρακτική που στη συγκεκριμένη σκηνή είναι η αντίφαση μεταξύ της υπερβολής του τρίδιπλου λοφίου και της έλλειψης των φτερών (στίχος 111) που συγκροτεί έντονο κωμικό στοιχείο. [4]

 

Ο Πεισέταιρος επαναλαμβάνει ότι είναι εχθρός των δικών (στίχος 118) και παράλληλα ομολογεί ότι προσέφυγαν στον Τηρέα ως ικέτες (στίχος 129) για να τους υποδείξει μια νέα πολιτεία «καλή για ξάπλα» (στίχος 130), εντελώς διαφορετική από την πολύβουη Αθήνα των δικών, του εμπορίου, των πολιτικών φατριών και του πολέμου. Μέσα από τις συνεχείς και άστοχες προτάσεις του Τηρέα προς τους δύο συνταξιδιώτες (στίχοι 132-135) επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα δηλαδή, περιγράφεται η ιδανική πόλη η οποία θα παρέχει αφθονία σε γεύματα (στίχος 140) και έρωτες (στίχοι 149-151) υπό την προϋπόθεση να είναι μακριά από την θάλασσα για να μην τους ανακαλύψουν οι Αθηναίοι (155-157) που εκείνη την εποχή κυριαρχούν στις θάλασσες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετέπειτα σύγκριση της κοινωνίας των πουλιών με την κοινωνία της Αθήνας καθώς ο Ευελπίδης ζητά να μάθει για τον τρόπο ζωής των πουλιών (στίχος 165). Η απουσία οικονομικών συναλλαγών (στίχος 168) και η αφθονία τροφής για όλα τα πουλιά (στίχος 170-171) αναδεικνύει την πρόθεση του Αριστοφάνη να διακωμωδήσει τον αντίθετο τρόπο ζωής των Αθηναίων. [5]

 

Στους αμέσως επόμενους στίχους ο Πεισθέταιρος συλλαμβάνει το σχέδιό του,  (στίχος 173-175) και επιχειρεί να συνδέσει την διαρκή μεταβολή και μετακίνηση των πουλιών μέσα στον χώρο με την αστάθεια και την έλλειψη παγιωμένου συστήματος που χαρακτηρίζει την κοινωνία τους (στίχοι 178-185). Στον τελευταίο στίχο εμφανίζεται ένα κλασικό στοιχείο αριστοφανικού χιούμορ που είναι η συσσώρευση λέξεων, όπου η συμπαράθεση τριών τουλάχιστον σημασιολογικών μονάδων (εδώ ιδιοτήτων) που η κάθε μια προστίθεται στις προηγούμενες ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη του λόγου που θα μπορούσε να ικανοποιηθεί και με μια μόνο από τις σημασιολογικές αυτές μονάδες.[6] Ο ποιητής χρησιμοποιεί την συσσώρευση όταν θέλει να εκφράσει μια έντονη συναισθηματική κατάσταση, εδώ η σύγκριση της αστάθειας ανάμεσα σε πουλιά και ανθρώπους, που δίνει κωμικό τόνο και χαρίζει γραφικότητα στη σκηνή.[7]

 

Στους αμέσως επόμενους στίχους αρχίζει να αποκαλύπτεται το σχέδιο καθώς προτείνεται η ίδρυση μιας νέας χώρας από τα πουλιά (στίχος 188) ενώ ο Πεισέταιρος έχει ήδη γνωστοποιήσει τις προθέσεις του να αναλάβει την εξουσία από τον στίχο 175. Ο χώρος τοποθετείται μεταξύ ουρανού και νεφών (στίχοι 194-195) ενώ το ζητούμενο είναι να τον φράξουν και να τον κτίσουν ώστε να αποκαλείται χώρα (στίχοι 199-200), μια χώρα στον ενδιάμεσο αέρα (στίχος 205), που θα αποκλείει την επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων και θεών απαγορεύοντας την διέλευση της κνίσας από τις θυσίες των θνητών χωρίς την άδεια των πουλιών (στίχοι 213-214). Νέα συσσώρευση λέξεων από τον ενθουσιασμένο με την ιδέα, Τηρέα, με αναφορά σε εργαλεία κυνηγιού «μα τα δίχτυα, μα τα βρόχια, μα τις καπάντζες» (στίχος 219) που σαν πρωτόγονος ορκίζεται στις δυνάμεις που φοβάται, ενώ παράλληλα, διεκδικεί τον ρόλο του ιδρυτή της νέας χώρας. Προτείνει στον Πεισέταιρο να εισηγηθεί το θέμα στη κοινωνία των πουλιών ενώ ο ίδιος, μαζί με την αηδόνα του, αναλαμβάνουν το κάλεσμά τους (στίχοι 220-228). [8]

 

Ακολουθεί ή πάροδος του χορού (στίχοι 232-487) η οποία ξεκινά με την διαδικασία του καλέσματος των πουλιών, αρχικά με το αναπαιστικό κάλεσμα της αηδόνας από τον Τηρέα (στίχοι 232-247) και στη συνέχεια με την απάντηση της αθέατης στο κοινό αηδόνας από συνοδεία αυλού που συντροφεύει την μονωδία του Τσαλαπετεινού στο κάλεσμα των πουλιών (στίχοι 252-292). [9] Από τα παρασκήνια ο ήχος του αυλού που μιμείται τις τρίλιες του αηδονιού συγχρονίζεται με το κάλεσμα σε σύναξη όλων των αναρίθμητων φυλών των πτηνών (στίχοι 255-280).[10] Με πομπικό βηματισμό τέσσερα εξωτικά πουλιά κάνουν την εμφάνισή τους, βουβά πρόσωπα, προπομποί που δεν ανήκουν στον χορό (στίχοι 303-318) καθώς ο χορός των ορνίθων εισέρχεται ορμητικός μετά τον στίχο 325, αποτελούμενος από 24 μέλη. Ο Πεισέταιρος με τον Ευελπίδη ξεκινούν να ονοματίζουν (στίχοι 327-329) με ρυθμό εκφοράς ο οποίος επιταχύνεται, καταλήγοντας σε έναν καταιγισμό από συσσώρευση 18 ονομάτων από φυλές και ράτσες πουλιών (στίχοι 333-336) που στοχεύει στην επίτευξη κωμικού αποτελέσματος.[11] Η ποικιλία του χορού, κατά τον Σολομό και την Κακριδή, μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη ότι τα μέλη του χορού δεν παρουσιάζονται με την ίδια αμφίεση, αλλά ότι η σκευή τους είναι διαφοροποιημένη (χρώμα, σχήμα ράμφους, λοφίο) και οδηγεί στην επίτευξη κωμικού αποτελέσματος. [12]

 

Οι δύο ήρωες αντιμετωπίζουν την δυσπιστία και την εχθρότητα του χορού, που στην αρχή της στροφής (στίχοι 356-372) θεωρεί προδοσία από τον Τηρέα το κάλεσμα του για να συζητήσουν με τους ανθρώπους (στίχος 357). Στο σημείο αυτό ξεκινά πολεμική σκηνή με κυκλωτική ανάπτυξη του φτερωτού στρατού που επιθυμεί να κάνει κομμάτια τον Πεισέταιρο και τον Ευελπίδη (στίχοι 366-367) εκφωνώντας πολεμικές κραυγές, εν μέσω συσσώρευσης προστακτικών στο τέλος της αντιστροφής (στίχοι 374-398).[13] Με την μεσολάβηση του Τηρέα οι πολεμικές διαθέσεις των ορνίθων κάμπτονται (στίχοι 399-415) παραδεχόμενοι ότι αν και εχθροί τους οι άνθρωποι κάτι έχουν να μάθουν από αυτούς, γιατί «από τους εχθρούς μαθαίνουν οι έξυπνοι» όπως δηλώνει ο Τηρέας (στίχος 408). Δίνεται, έτσι, η ευκαιρία να γίνουν οι απαραίτητες συστάσεις και παράλληλα η ενημέρωση για το σχέδιο (στίχοι 442-448).

 

Ο επιρρηματικός αγώνας της κωμωδίας συγκροτείται από την λεκτική αντιπαράθεση του κωμικού ήρωα (εδώ του Πεισέταιρου) με τον αντίπαλό του ή με τον χορό (εδώ με τον χορό) και ξεκινά με την ωδή (στίχοι 488-497), που περιέχει εισαγωγικές γενικεύσεις φιλοσοφικής χροιάς και συνεχίζεται με τον κατακελευσμό (στίχοι 498-499) και το επίρρημα (στίχοι 500-560) που είναι απαγγελλόμενο μέρος, και στο οποίο δηλώνεται το απροσδόκητο, ουτοπικό επιχείρημα ότι τα πουλιά είναι τα αρχαιότερα πλάσματα στον κόσμο, αρχαιότερα από τους Τιτάνες και τους θεούς, από τον Κρόνο και τον Δία, αλλά και από τη Γη καθώς το πρώτο πλάσμα ήταν ένα πτηνό, μια σιταρήθρα (στίχοι 505-510). Μια διασκευασμένη, από τον Αριστοφάνη, θεώρηση της Ησιόδειας Κοσμογονίας, αλλά και των μύθων του Αισώπου, προς όφελος των πουλιών με προφανή τη προσπάθεια δημιουργίας κωμικού στοιχείου. [14]

 

Ακολουθεί το πνίγος (στίχοι 561-576) όπου ο Πεισέταιρος αναδεικνύει την σημερινή κατάντια των πουλιών που πέφτουν θύματα (στίχοι 564-566) των καλοφαγάδων Αθηναίων (569-576). Στην αντωδή (στίχοι 577-586) ο χορός θρηνεί τα περασμένα μεγαλεία και αποκαλεί τον κωμικό ήρωα σωτήρα (στίχος 584) στον οποίο παραδίδουν την εξουσία (στίχος 586), ενώ στον αντικατακελευσμό (στίχοι 587-588), ο κορυφαίος του χορού ζητά να μάθει τι πρέπει να κάνουν για να πάρουν πίσω την παλαιά εξουσία τους.[15] Στο αντεπίρρημα (στίχοι 589-649), ο Πεισέταιρος αποκαλύπτει συγκεκριμένα στοιχεία του σχεδίου και προτείνει ενέργειες (παραίνεση) που θα πλήξουν τους θεούς εάν δεν ενδώσουν στην εξουσία των πουλιών (στίχοι 593-598). Εισηγείται αντίποινα σε περίπτωση που οι άνθρωποι δεν αναγνωρίσουν στα πουλιά το δικαίωμα να τιμούνται όπως οι θεοί και απαριθμεί τα μεγάλα οφέλη και αγαθά που θα προσποριστούν από την αναγνώριση (στίχοι 632-649). [16]

 

Στη Παράβαση ο χορός στρέφεται προς τους θεατές, πηγαίνει προς το μέρος τους, και συνήθως τους συμβουλεύει ενώ, παράλληλα, διακόπτεται η πλοκή των πράξεων. Ωστόσο, στις Όρνιθες, λείπει το συγκεκριμένο βασικό γνώρισμα της Παράβασης (στίχοι 717-842) καθώς ο Αριστοφάνης, στους ανάπαιστους (στίχοι 727-764), βάζει τον κορυφαίο του χορού να συνθέσει μια νέα Θεογονία-Κοσμογονία στην οποία δικαιολογεί το δικαίωμα να διεκδικούν τα πουλιά την εξουσία (στίχοι 730-744). Δεν λείπει και η αναφορά του στη μέγιστη προσφορά προς τους ανθρώπους καθώς δείχνουν τον ερχομό της κάθε εποχής (στίχοι 751-752, 756) ενώ παράλληλα, αποτελούν τους οιωνούς σε κάθε σημάδι μαντείας (στίχοι 760-761). [17]

 

 

Στο πνίγος (στίχοι 765-778), χαρακτηρίζονται μακάριοι όσοι πιστέψουν στα πουλιά (στίχος 765) επειδή θα είναι πάντα στο πλευρό των ανθρώπων γεμίζοντας τους με πλούτο και αγαθά (στίχοι 776-778), και δεν θα φεύγουν όπως ο Δίας για να κάθονται αναπαυτικά στα σύννεφα (στίχοι 769-771). Ακολουθεί η ωδή (στίχοι 779-794), έξοχες λυρικές συνθέσεις που απευθύνονται από ολόκληρο τον χορό προς τους θεούς, εδώ συγκεκριμένα στον Πάνα και στην Κυβέλη (στίχοι 787-788), ενώ στο επίρρημα (στίχοι 795-810) ο χορός καλεί τους θεατές να επιλέξουν (παραίνεση) εάν θέλουν να ζήσουν με τα πουλιά, ελεύθεροι και χωρίς περιορισμούς, ενώ ως παραδείγματα χρησιμοποιούνται παθογένειες του αστικού βίου.[18] Η αντωδή (στίχοι 811-826) περιλαμβάνει τον ύμνο στον Απόλλωνα από τους Κύκνους, ενώ στο αντεπίρρημα (στίχοι 827-842) παρατίθενται τα πλεονεκτήματα, συγκεκριμένα πλεονεκτήματα με έντονο το κωμικό στοιχείο, που θα εξασφάλιζαν τα φτερά εάν χρησιμοποιούνταν από τους θεατές κατά την διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων. [19]

 

Από τον στίχο 843 ξεκινούν μια σειρά από διαλογικές (ιαμβικές) σκηνές στις οποίες ο ήρωας, σε μια πορεία προς τον τελικό θρίαμβο αντιμετωπίζει διάφορους ανεπιθύμητους επισκέπτες που θέλουν να επωφεληθούν από την νέα κατάσταση. Αρχικά, παρατηρούμε ότι οι δυο ήρωες εμφανίζονται τώρα με φτερά, γελοιογραφικά μασκαρεμένοι σε πουλιά (στίχοι 843-847), ωστόσο, αυτό αποτελεί την απεικόνιση ότι ο κωμικός ήρωας μας έχει επικρατήσει μέσα από την εξέλιξη της Παράβασης.[20] Παράλληλα, η ίδρυση της νέας πολιτείας προχωρά με εντατικούς ρυθμούς, ενώ μέσα από το διαλογικό στοιχείο τίθεται το ζήτημα της ονοματοθεσίας που ξεκινά με άστοχες προτάσεις / ερωτήσεις (στίχοι 855-857), ένα μοτίβο που συναντήσαμε και στην αρχή του έργου, και το οποίο καταλήγει στο επιθυμητό αποτέλεσμα: Νεφελοκοκκυγία το όνομα της νέας πόλης (στίχος 863), πιθανά από το Νεφέλη + Κόκκυξ (κούκος) που μπορεί να σημαίνει και «ανόητος άνθρωπος». [21]

 

Πολιούχος της νέας πόλης ορίζεται ένα κλωσσοπούλι (στίχος 880), ενώ από τον στίχο 882 ξεκινά ο λόγος του Πεισέταιρου που με αλλεπάλληλες προστακτικές (συσσώρευση προστακτικών), επιζητεί την οριοθέτηση της νέας χώρας μέσω του κτισίματος των τειχών όπως είχε προγραμματισθεί, στον αέρα (στίχοι 882-895). Είναι διατεθειμένος να προσφέρει θυσίες στους νέους θεούς (στίχος 896), προετοιμάζοντας έτσι την είσοδο του πρώτου επισκέπτη, του Ιερέα, που θα τελέσει την απαραίτητη θυσία (στίχος 910), σε μια σκηνή όπου παρωδείται το θρησκευτικό τυπικό και το ύφος καθώς μέσα από τον διάλογο του με τον Πεισέταιρο συσσωρεύονται ονόματα θεών σε αντιστοίχιση με ονόματα πουλιών (στίχοι 915-924), διάλογος με έντονο κωμικό στοιχείο, ο οποίος οδηγεί στην αποπομπή του Ιερέα (στίχοι 938-939). [22]

 

Επόμενος απρόσκλητος επισκέπτης ένας ρακένδυτος ποιητής (στίχος 949) που εμφανίζεται τραγουδώντας ύμνους για τη νέα πόλη (στίχοι 949-951) και που επικαλείται συνεχώς τον Όμηρο (στίχοι 955, 960). Μέσα από πομπώδεις στίχους του λυρικού ποιητή Πινδάρου (στίχοι 971-974) επαιτεί από τον Πεισέταιρο «ότι η καρδιά σου πει να μου δώσεις» (στίχος 977) και έτσι αποχωρεί παίρνοντας τον χιτώνα του Ευελπίδη (στίχοι 981, 993), ενώ, ένας χρησμολόγος που ακολουθεί (στίχος 1003) εκδιώκεται αγρίως από τον ήρωα (στίχος 1033). Η παρέλαση των ανεπιθύμητων επισκεπτών συνεχίζεται με τον γεωμέτρη Μέτωνα, υπεύθυνο για δημόσια έργα, που από κερδοσκοπικό πνεύμα έρχεται να γεωμετρήσει τον αέρα (στίχος 1038), αλλά ο ήρωας μας τον συμβουλεύει να φύγει γιατί υπάρχει απόφαση «να δέρνουν τους αγύρτες» (στίχος 1062), κάτι που δεν θα μπορέσει να αποφύγει ούτε ο αποικιακός επιθεωρητής (στίχος 1067) ούτε και ο Νομοπώλης που ήρθε να πουλήσει νέους νόμους (στίχοι 1086).[23] Από τον στίχο 1107 ξεκινά η δεύτερη Παράβαση όπου επιβεβαιώνεται η υπεροχή των πουλιών, με τον χορό των ορνίθων να θριαμβολογεί (στίχοι 1107-1110), πλέκοντας εγκώμια για τον εαυτό του καθώς με την δύναμή τους, τα πουλιά, παίζουν σπουδαίο ρόλο στη συγκομιδή των καρπών (στίχος 1112) και στη προστασία των κήπων (στίχοι 1117-1121) ενώ χαρακτηρίζονται ως καλότυχα (στίχος 1138). [24]

 

Οι Όρνιθές έχουν διαιρέσει φιλόλογους και αναλυτές σε δυο απόψεις. Οι ιδεαλιστές βλέπουν την κωμωδία αυτή ως ένα έργο φυγής, ένα αισιόδοξο παραμύθι που αποσπά τους θεατές από την πραγματικότητα, ενώ οι ματεριαλιστές διακρίνουν μέσα από τους στίχους μια κρυπτογραφική περιγραφή της Σικελικής Εκστρατείας.[25] Προσεγγίζοντας την πρώτη εκδοχή δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι οι ρίζες της εξωπραγματικής πλοκής του έργου βρίσκονται στη πόλη ή ότι «η πόλις τους ακολουθεί», ότι δηλαδή, οι κωμικοί ήρωες μεταφέρουν μαζί τους κάθε παθογένεια της αθηναϊκής πολιτείας.[26] Ίσως, η γοητεία της Νεφελοκοκκυγίας να βρίσκεται στον συμβολισμό ότι η ύπαρξή της αποτελεί κάτι το πέρα για πέρα απραγματοποίητο, μια χίμαιρα, ένα παράδοξο, μια αιθεροβάμων πολιτεία στα σύννεφα. Αλλά ακόμη και εκεί ο άνθρωπος εγκαθιστά την τυραννία του αποσπώντας από τους νόμιμους ιδρυτές της πόλης την υπέρτατη εξουσία, μήνυμα καθ΄ όλα απαισιόδοξο καθώς υπονομεύει το ευοίωνο μέλλον της.

 

 

 ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Α. Σολομός, 1978, σ. 213 πρβ. Β. Zimmermann, 2002, σ. 155-156.

[2] Α. Σολομός, 1978, σ. 214 πρβ.  Β. Zimmermann, 2002, σ. 157, 159.

[3] Α. Σολομός, 1978, σ. 217.

[4] Φ. Κακριδή, 1982, σ.11 πρβ. Σολομός, 1978,  217.

[5]Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ.29.

[6] Η. Σπυρόπουλος, 1989, σ. 123.

[7] Η. Σπυρόπουλος, 1989, σ. 133.

[8] Α. Σολομός, 1978, σ. 218.

[9] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ.,  Θ. Σταύρου, 2006, σ. 35. 

[10] Α. Σολομός, 1978, σ. 219.

[11] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου, 2006, σ. 41. 

[12]  Φ. Κακριδή, 1982, σ.11 πρβ. Α. Σολομός, 1978, 220.

[13]  Α. Σολομός, 1978, 221.

[14]  Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου, 2006, σ. 55. πρβ. Α. Σολομός, 1978, 223.

[15] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ. 63.

[16] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ. 68-69.  

[17]  Π. Ξιφαρά, 2001, σ. 120 και  Α. Σολομός, 1978, σ.223 και Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ.79.

[18] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου, 2006, σ. 83.

[19] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου, 2006, σ.  85 πρβ. Π. Ξιφαρά, 2001, σ.120.

[20] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ. 87. 

[21]  Α. Σολομός, 1978, σ. 225 πρβ. Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ. 87.

[22]  Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ. Θ. Σταύρου, 2006, σ. 89.

[23] Α. Σολομός, 1978, σ. 226.

[24] Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου, 2006, σ. 103.

25] Α. Σολομός, 1978, σ. 231.

[26] Β. Zimmermann, 2002, σ. 161  και  Α. Σολομός, 1978, σ. 225 και Π. Ξιφαρά, 2001, 128.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

 

Φ. Κακριδή, Αριστοφάνους Όρνιθες, Γιάννινα, 1982.

 

Π. Ξιφαρά, Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο, ο Δραματικός Λόγος από τον Αισχύλο έως τον Μένανδρο, Πάτρα, ΕΑΠ, 2001.

 

Α. Σολομός, Ο ζωντανός Αριστοφάνης, Αθήνα, 1978.  

 

Η. Σπυρόπουλος, Αριστοφάνης, Σάτιρα · Θέατρο · Ποίηση,  Θεσσαλονίκη, 1988.

 

Θ. Στεφανόπουλος – Ε. Αντζουλή, Αριστοφάνη Όρνιθες, μτφρ., Θ. Σταύρου,

Αθήνα [ΟΕΔΒ] 2006.

 

  1. Zimmermann, Η αρχαία ελληνική κωμωδία, Αθήνα 2002.